- κουρδίζω
- κουρδίζω και κουρντίζω, κούρδισα και κούρντισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κουρδίζω — και κουρντίζω και κορντίζω και χορδίζω κούρδισα και κούρντισα και κόρντισα και χόρδισα, κουρδίστηκα και κουρντίστηκα και κορντίστηκα και χορδίστηκα, κουρδισμένος και κουρντισμένος και κορντισμένος και χορδισμένος 1. εναρμονίζω τις χορδές μουσικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουρδίζω — και κουρντίζω και κορδίζω και χορδίζω (Μ κορδίζω) τεντώνω τις χορδές μουσικού οργάνου στον τόνο που χρειάζεται νεοελλ. 1. συσπειρώνω με το κουρδιστήρι το ελατήριο ρολογιού ή άλλης μηχανικής συσκευής 1. πειράζω κάποιον και τόν κάνω να θυμώσει,… … Dictionary of Greek
κουρντίζω — κουρδίζω και κουρντίζω, κούρδισα και κούρντισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πολυκουρδίζω — Ν 1. κουρδίζω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει 2. κουρδίζω κάτι πολύ συχνά 3. μτφ. εξερεθίζω κάποιον πολύ συχνά ή πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κουρδίζω)] … Dictionary of Greek
Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… … Wikipedia Español
ακούρδιστος — και ντιστος, η, ο 1. (για έγχορδα μουσικά όργανα) αυτός που δεν έχει τις χορδές τεντωμένες σύμφωνα με τη μουσική κλίμακα 2. (για ρολόγια) αυτός τού οποίου το ελατήριο δεν συσπειρώθηκε ώστε να τεθεί σε λειτουργία 3. (για πρόσωπα) αυτός που δεν τόν … Dictionary of Greek
κορδίζω — (Μ κορδίζω) [κόρδα] κουρδίζω μσν. εκτείνω, τεντώνω, τραβώ … Dictionary of Greek
κουρδιστήρι — και κουρντιστήρι, το [κουρδίζω] 1. όργανο για το κούρδισμα μουσικών οργάνων 2. ειδικό συστρεφόμενο εξάρτημα που χρησιμεύει για τη συσπείρωση τού ελατηρίου ρολογιού ή άλλης μηχανής εφοδιασμένης με ελατήριο … Dictionary of Greek
κουρδιστής — και κουρντιοτής και χορδιστής, ο, θηλ. κουρδίστρια και κουρντίστρια και χορδίστρια [κουρδίζω] τεχνίτης ειδικός για το κούρδισμα μουσικών οργάνων, κυρίως τού πιάνου … Dictionary of Greek
κουρντίζω — βλ. κουρδίζω … Dictionary of Greek